- έλκυσμα
- ἕλκυσμα, το (AM)ο τρόπος ή το μέσο με το οποίο κάποιος έλκει, τραβά κάτιαρχ.1. το νήμα που τραβιέται ενώ κλώθεται2. το έλκημα3. η σκουριά τού αργύρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἕλκυσμα — that which is drawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυσμάτων — ἕλκυσμα that which is drawn neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκύσμασι — ἕλκυσμα that which is drawn neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκύσματα — ἕλκυσμα that which is drawn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκύσματι — ἕλκυσμα that which is drawn neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκύσματος — ἕλκυσμα that which is drawn neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek